Στο 5,7% από 4% πριν αναβαθμίζει η UBS την εκτίμηση της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2022, τονίζοντας πως οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ισχυρές φέτος, ενώ ο τουρισμός αναμένεται να αποτελέσει τον μεγάλο “μοχλό” του ΑΕΠ, με τα έσοδα να αγγίζουν τα 20 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, αναφερόμενη στους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν την αναβάθμιση η UBS επισημαίνει τα εξής:
α) το ισχυρό ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου (2,3% σε τριμηνιαία βάση, 7,0% ετησίως) με αποτέλεσμα τη μεταφορά ανάπτυξης 450 μονάδες βάσης στο 2022
β) τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται να φτάσουν τα 20 δισ. ευρώ το 2022 έναντι της αρχικής πρόβλεψης για 15 δισ. και 10,5 δισ. ευρώ πέρυσι – συμπεριλαμβανομένης της θετικής επίδρασης στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
γ) τις ενδείξεις για ισχυρή επίδοση της ανάπτυξης στο β’ τρίμηνο και
δ) μια ξεκάθαρη ανάκαμψη στον εταιρικό δανεισμό (εν δυνάμει επηρεασμένος από τις εισροές του Μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ε.Ε. (Recovery and Resilience Facility – RRF)
“Η νέα μας πρόβλεψη για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι 150 μονάδες βάσης πάνω από την εκτίμηση της αγοράς η οποία κινείται στο 4,2%”, τονίζει η UBS, ενώ προσθέτει πως βλέπει κινδύνους για το 2022 από τη σταδιακή επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος και από πιθανή διατάραξη των ροών φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Παράλληλα, η ελβετική τράπεζα αναθεωρεί την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη το 2023 χαμηλότερα σε 4,0% από 4,7% προηγουμένως, λόγω του ισχυρότερου 2022.
Οι θετικοί καταλύτες του β’ τριμήνου
Όπως τονίζει η UBS, ο κύκλος εργασιών εγχώριων επιχειρήσεων βελτιώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2022: αυξήθηκε κατά 39,3% ετησίως σε ονομαστικούς όρους το δεύτερο τρίμηνο, μετά το 38,4% ετησίως το α’ τρίμηνο.
Οι δύο μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από τη μεταποίηση και το χονδρικό & λιανικό εμπόριο, ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά από τον κλάδο της διαμονής και των υπηρεσιών τροφίμων. Αυτό συνεπάγεται υψηλή θετική συνολική συνεισφορά από τον τουρισμό, δεδομένου ότι τα τουριστικά έσοδα από τον τουρισμό αυξήθηκαν κατά 330% ετησίως το δεύτερο τρίμηνο. Μαζί με αύξηση 31% σε ετήσια βάση στα φορολογικά έσοδα το δεύτερο τρίμηνο, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι πιθανό να παρέμεινε υγιής το δεύτερο τρίμηνο. “Προβλέπουμε αύξηση 6,6% ετησίως στο πραγματικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2022”, τονίζει η UBS.
Επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση στα οικονομικά των νοικοκυριών
Ο συνολικός πληθωρισμός υποχώρησε τον Ιούλιο στο 11,6% ετησίως από 12,1% ετησίως τον Ιούνιο. Οι τιμές των οικιακών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αυξήθηκαν κατά 64% ετησίως τον Ιούλιο (συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, του πετρελαίου θέρμανσης και των στερεών καυσίμων), γεγονός που θα εξηγούσε το ήμισυ του συνολικού μετρούμενου πληθωρισμού, επισημαίνει η UBS. Οι τιμές της βενζίνης αυξήθηκαν κατά 33% ετησίως τον Ιούλιο, γεγονός που αντιπροσωπεύει ένα ακόμη 20% του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός των τροφίμων εξήγησε ένα άλλο 25% του μετρούμενου πληθωρισμού.
Με αυτά τα δεδομένα, όπως τονίζει η ελβετική τράπεζα, ο μέσος πληθωρισμός θα μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει το 9% το 2022.
“Εκτιμούμε ότι οι αυξήσεις των μισθών είναι απίθανο να αντισταθμίσουν πλήρως την αύξηση του πληθωρισμού από το δεύτερο τρίμηνο και μετά, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα κέρδη των θέσεων εργασίας”, συμπληρώνει η τράπεζα.
Ωστόσο θεωρεί ότι υπάρχουν δύο σημαντικοί παράγοντες που στηρίζουν τα οικονομικά των νοικοκυριών.
Πρώτον, η κυβέρνηση αναμένεται να δαπανήσει 6 δισ. ευρώ για ενεργειακή επιδότηση το 2022 (3% του ΑΕΠ), με πιθανώς περισσότερη στήριξη να ανακοινώνεται από τον πρωθυπουργό στις 10 Σεπτεμβρίου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (αν και ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος είναι πιθανό να είναι περίπου 1% του ΑΕΠ το 2022).
Δεύτερον, σε σύγκριση με το τέλος του 2019 οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 20 δισεκατομμύρια ευρώ ή περίπου 10% του ΑΕΠ, γεγονός που παρέχει κάποιο πρόσθετο υπόβαθρο αποταμίευσης για τα νοικοκυριά.
Μικρή η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο
Τέλος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της UBS (με βάση τα στοιχεία του 2020), οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου αντιπροσώπευαν μόνο το 9% της συνολικής χρήσης ενέργειας στην Ελλάδα, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερη ικανότητα υποκατάστασής του. Η Ελλάδα διαθέτει τερματικό σταθμό LNG (Ρεβυθούσα), ο οποίος ήδη παραλαμβάνει LNG από τις ΗΠΑ και το Κατάρ, επισημαίνει η ελβετική τράπεζα. Όσον αφορά την κλαδική έκθεση, η βιομηχανία κατανάλωσε το 39% του φυσικού αερίου στην Ελλάδα, ιδίως η χημική και πετροχημική βιομηχανία (μερίδιο 28% στη συνολική κατανάλωση αερίου). Τα νοικοκυριά αντιπροσώπευαν περίπου το 30% της κατανάλωσης φυσικού αερίου και οι εμπορικές και δημόσιες υπηρεσίες άλλο ένα 10%.
Πηγή: Capital