Κατάρτιση Κανονισμού Σύμφωνα με τις Διατάξεις του Ν.Δ. 3789/1957
Εφόσον στην επιχείρηση δεν υπάρχει επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση ή η υπάρχουσα δεν επιθυμεί να ρυθμίσει με ΣΣΕ το περιεχόμενο του κανονισμού και στην επιχείρηση δεν έχει εκλεγεί συμβούλιο εργαζομένων, η κατάρτιση των κανονισμών γίνεται μονομερώς από τον εργοδότη (αρθ. 1, Ν.Δ. 3789/1957. Ωστόσο δίνεται η δυνατότητα στην οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, αν υπάρχει, να προσφύγει κατά διατάξεων του κανονισμού, ενώπιον της αρμόδιας για την κύρωση αρχής, η οποία θα εγκρίνει ή θα απορρίψει τα παράπονα των οργανώσεων (παρ. 3, αρθ. 2, Ν.Δ. 3789/1957 και παρ. 2.ια, αρθ. 2, Ν. 3996/2011).
Προκειμένου να αποκτήσει ο κανονισμός ισχύ, απαιτείται κύρωση από τη Διοίκηση.
Η κύρωση για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις γίνεται από τις κατά τόπους αρμόδιες, με βάση την έδρα της επιχείρησης, Περιφερειακές Διευθύνσεις Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων της Επιθεώρησης Εργασίας (παρ. 2.ια, αρθ. 2, Ν. 3996/2011 και αρθ. 47, Π.Δ. 134/2017). Η υποχρέωση κατάρτισης εσωτερικών κανονισμών μπορεί να επεκταθεί και σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες που απασχολούν λιγότερο από εβδομήντα (70) εργαζόμενους, όχι όμως κάτω από σαράντα (40).
Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 2 του Ν.Δ 3789/1957 προκειμένου να εγκριθεί ο κανονισμός εργασίας ιδιωτικής επιχείρησης, θα πρέπει προηγουμένως να υπάρχει γνωμοδότηση της Τριμελούς Επιτροπής Εργασίας του Π.Δ 369/1989, που λειτουργεί σε κάθε περιφερειακή ενότητα. Η υπόχρεη επιχείρηση θα πρέπει να υποβάλλει σχετικό αίτημα μαζί με τον καταρτισθέντα κανονισμό εργασίας, προκειμένου η Επιτροπή να γνωμοδοτήσει επί του κανονισμού και στην συνέχεια να ακολουθήσει η κύρωση του από την αρμόδια υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας. Στο αίτημα αυτό δηλώνεται, με τη μορφή υπεύθυνης δήλωσης, ο συνολικός αριθμός εργαζομένων που απασχολούνται στην επιχείρηση και η μη ύπαρξη και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου ή συμβουλίου εργαζομένων. Τέλος, το αίτημα συνοδεύεται από χρηματικό παράβολο, το ύψος του οποίου εξαρτάται από τον αριθμό των εργαζομένων της επιχείρησης (Υ.Α. 2322/19-3-2002).
Για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που ανήκουν ή ασκούνται από το Δημόσιο, καθώς και για εκείνες των ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, Τραπεζών και Κλινικών, η κύρωση γίνεται με Κοινή Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και του Υπουργού που ασκεί την εποπτεία (αρθ. 2, Ν.Δ. 3789/1957) ύστερα από γνωμοδότηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ).
Κατά τη διαδικασία της κύρωσης, η αρμόδια αρχή εξετάζει τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα των όρων του κανονισμού και εγκρίνει ή απορρίπτει. Δεν μπορεί να τροποποιήσει τους υποβαλλόμενους κανονισμούς, μπορεί ωστόσο να κάνει υποδείξεις για την αναμόρφωση τους.
Η ισχύς του κανονισμού αρχίζει μετά την κύρωσή του και εφόσον αναρτηθεί σε εμφανή και προσιτά για τους εργαζόμενους σημεία του τόπου εργασίας (παρ. 2, αρθ. 1, Ν.Δ. 3789/1957).
Λοιπές Περιπτώσεις Κατάρτισης Κανονισμού
Σε περίπτωση που στην επιχείρηση υπάρχει σωματείο εργαζομένων, ο κανονισμός εργασίας καταρτίζεται με συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ) σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1876/1990 και υποβάλλεται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ως επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1767/1988 (άρθρο 12, παρ.4) και του Ν. 2224/1994 (άρθρο 8, παρ.3) εφόσον δεν υπάρχει σωματείο εργαζομένων στην επιχείρηση ώστε να καταρτιστεί με ΣΣΕ, ο κανονισμός εργασίας καταρτίζεται με κοινή συμφωνία του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων.
Σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, ΚΤΕΛ, κ.λ.π ο κανονισμός εργασίας του προσωπικού ρυθμίζεται με διατάξεις νόμων, διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων.
Σε περίπτωση που επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να καταρτίσει κανονισμό εργασίας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και δεν τηρεί την ως άνω υποχρέωση, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 όπως ισχύει.