Και ο ρόλος της πορείας των δανείων στα καθαρά αποτελέσματα
Με ικανοποίηση παρακολουθούν οι διοικήσεις των τραπεζών τους τελευταίους τρεις μήνες την πορεία των υπολοίπων στις προθεσμιακές καταθέσεις, βασικής πηγής εξόδων και καθοριστικής παραμέτρου για τη διαμόρφωση της κερδοφορίας τους.
Ειδικότερα, η μεταφορά αποταμιεύσεων από ουσιαστικά άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης σε προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας, παραμένει εξαιρετικά αργή και σε κάθε περίπτωση χαμηλότερη των παραδοχών στα επιχειρησιακά τους πλάνα.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην αναθεώρηση των στόχων που έχουν τεθεί για το αποτέλεσμα της εφετινής χρήσης.
Σύμφωνα με αναλυτές που παρακολουθούν το κλάδο, οι μέχρι στιγμής τάσεις στην εγχώρια αγορά καταθέσεων λειτουργούν εξαιρετικά υποστηρικτικά στην οργανική κερδοφορία, σε μία περίοδο που η ζήτηση για νέες χρηματοδοτήσεις καταγράφεται μειωμένη, ενώ ένας αξιοσημείωτος αριθμός επιχειρήσεων έχει προχωρήσει σε πρόωρη αποπληρωμή του χρέους του, για να αποφύγει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις.
Οι κυρίαρχες τάσεις
Αναλυτικότερα, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις μεταβολές στα βασικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, δείχνουν τα εξής:
1. Καταθέσεις
Τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων από την αρχή του έτους έχουν ενισχυθεί κατά μόλις 1 δισ. ευρώ στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και κατά 8,84 δισ. ευρώ στα νοικοκυριά.
Πρόκειται για μία αύξηση της τάξης του 30% σε σχέση με το τέλος του 2022. Ωστόσο, το μερίδιο τους στο σύνολο της καταθετικής βάσης, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, στη ζώνη του 28% έναντι πρόβλεψης για 40% – 45% τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Αυτό σημαίνει ότι για πάνω από το 70% της ρευστότητας που αντλούν από τους καταθέτες, οι τράπεζες καταβάλλουν ελάχιστους τόκους.
Επιπλέον, οι αυξήσεις στις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος ενίσχυσής τους, είναι πολύ μικρές.
2. Δάνεια
Την ίδια στιγμή τα επιτόκια στα δάνεια έχουν αναπροσαρμοστεί αυτόματα όλους τους προηγούμενους μήνες, δια της αύξησης των διατραπεζικών δεικτών euribor.
Μπορεί οι τράπεζες από τον περασμένο μήνα να έθεσαν πλαφόν στο κόστος δανεισμού στη στεγαστική πίστη, με βάση τα επιτόκια που ίσχυαν το Μάρτιο, ταυτόχρονα όμως στην επιχειρηματική πίστη το κέρδος τους ενισχύθηκε σημαντικά.
Ως αποτέλεσμα, η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων διευρύνθηκε, προς όφελος της κερδοφορίας τους.
Στο πλαίσιο αυτό, και στο β΄ τρίμηνο του 2023, που ολοκληρώνεται την Παρασκευή, το καθαρό αποτέλεσμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε υψηλά επίπεδα.
Κι αυτό παρά την υποχώρηση των υπολοίπων στα δάνεια, λόγω της μειωμένης ζήτησης, αλλά και των υψηλών τακτικών αποπληρωμών στη στεγαστική πίστη και των έκτακτων στα επιχειρηματικά δάνεια.
Το οργανικό εισόδημα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι χορηγήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν το Μάιο στα 112,1 δισ. ευρώ από 113,76 δισ. ευρώ στο τέλος του α΄ τριμήνου.
Η πτώση αυτή θα έχει επίδραση στο οργανικό εισόδημα, ωστόσο θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς την ίδια στιγμή αυξήθηκε η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις, όπως προαναφέρθηκε.
Εξάλλου, στο β΄ τρίμηνο του 2022 οι ευρωπαϊκοί δείκτες αναφοράς βρίσκονταν ακόμη σε αρνητικά επίπεδα. Ως εκ τούτου, η ετήσια αύξηση των εσόδων στην εφετινή αντίστοιχη περίοδο θα είναι κατά πάσα βεβαιότητα μεγάλη, όπως συνέβη και στο διάστημα Ιανουάριος – Μάρτιος 2023.
Υπενθυμίζεται ότι στις πρώτες περιοδικές οικονομικές καταστάσεις της εφετινής χρήσης οι 4 συστημικοί όμιλοι κατέγραψαν εντυπωσιακή ενίσχυση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων τους κατά 58%, στα 1,9 δισ. ευρώ.
Στα επόμενα τρίμηνα ο ρυθμός ανόδου αναμένεται να περιοριστεί, καθώς οι τράπεζες θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε προς τα πάνω αναπροσαρμογές στα επιτόκια καταθέσεων, ενώ θα αυξηθεί το μερίδιο των λογαριασμών προθεσμίας στα σχετικά μεγέθη.
Επιπλέον, η ετήσια σύγκριση στο γ΄ τρίμηνο και ειδικά στο τελευταίο θα γίνει με περιόδους κατά τις οποίες η ΕΚΤ είχε ήδη αρχίσει να αυστηροποιεί τη νομισματική της πολιτική.
Με αυτά τα δεδομένα, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών, το καθαρό αποτέλεσμα της τρέχουσας χρήσης εκτιμάται ότι στους τέσσερις συστημικούς ομίλους θα διαμορφωθεί αθροιστικά στην περιοχή των 2,7 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για επίπεδα υψηλότερα κατά 10% περίπου σε σχέση με τις προ δύο μηνών προβλέψεις της αγοράς και 35% σε σύγκριση με τις αρχές του έτους.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος