Προστασία από Απόλυση
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κωδικοποιημένου Ν.3514/1928 (Π.Δ. 8/13-12-28) όπως ισχύει, η στράτευση του εργαζόμενου που υπηρετεί πάνω από έξι (6) μήνες σε οποιαδήποτε επιχείρηση, δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας του, με οποιονδήποτε τρόπο και αν έχει συναφθεί αυτή. Συνεπώς, κατά το χρόνο στράτευσης μισθωτού, η σύμβαση εργασίας τελεί σε αναστολή και επανέρχεται σε λειτουργία από την αποστράτευση αυτού. Η απόλυσή του κατά το διάστημα αυτό απαγορεύεται.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.3514/1928 ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλάβει τον αποστρατευθέντα μισθωτό και να τον απασχολήσει στην εργασία του τουλάχιστον επί ένα (1) χρόνο.
Για να διατηρήσει το δικαίωμα επιστροφής στην επιχείρηση ο αποστρατευμένος μισθωτός, πρέπει εντός μηνός από την αποστράτευσή του να δηλώσει στον εργοδότη του ότι προτίθεται να αναλάβει και πάλι εργασία σε αυτόν, εντός δε άλλων 15 ημερών από τη δήλωσή του αυτή, οφείλει να προσέλθει και να αναλάβει υπηρεσία. Αν δεν τηρήσει τις προθεσμίες αυτές, ο μισθωτός χάνει το δικαίωμα επαναπροσλήψεως.
Ωστόσο, αν ο εργοδότης, παρά την απαγόρευση που ορίζει ο Νόμος, απολύσει τον εργαζόμενο -στρατευμένο χωρίς δικαιολογημένη αιτία, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την αποζημίωση που προβλέπεται από τον Ν.2112/1920 για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και το Β.Δ. 16/18.07.1920 για τους εργατοτεχνίτες και επιπλέον ειδική αποζημίωση ίση με τις αποδοχές έξι (6) μηνών. Η ειδική αποζημίωση υπολογίζεται βάση των αποδοχών του μισθωτού κατά την ημέρα απόλυσης του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Η δικαιολογημένη αιτία της απόλυσης κρίνεται από Ειδική Επιτροπή. Η υπέρ του εργοδότη απόφαση της Επιτροπής, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής της νόμιμης, κατά τον Ν.2112/1920 και το Β.Δ. 16/1920, αποζημίωσης, τον απαλλάσσει όμως από την καταβολή της επιπλέον αποζημίωσης.
Η εφαρμογή του παραπάνω Νόμου προϋποθέτει ότι η σύμβαση εργασίας είναι αορίστου χρόνου. Όσον αφορά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η στράτευση αποτελεί λόγο αναστολής της σύμβασης, η οποία συνεχίζεται για τον υπολειπόμενο μετά την αποστράτευση του μισθωτού χρόνο, οπότε και λύεται αυτοδικαίως.
Χρόνος έναρξης Προστασίας
Η προστασία του στρατευόμενου μισθωτού αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της στρατιωτικής διαταγής. Επομένως, αν καταγγελθεί η σύμβαση του μισθωτού πριν την κατάταξη του αλλά μετά την χρονολογία της πρόσκλησης του υπό τα όπλα, η καταγγελία είναι άκυρη έστω και αν ο εργοδότης αγνοούσε την πρόσκληση.
Μισθός Χρόνου Στράτευσης
- Η στράτευση του εργαζόμενου ως κληρωτού αποτελεί την εκπλήρωση του καθήκοντος του προς την πατρίδα και δεν θεωρείται ανυπαίτιο κώλυμα (σπουδαίος λόγος) μη παροχής εργασίας με την έννοια των άρθρων 657-658 του Αστικού Κώδικα. Επομένως ο εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές.
- Αντίθετα η στράτευση του μισθωτού ως εφέδρου θεωρείται ότι αποτελεί σπουδαίο λόγο αποχής από την εργασία, χωρίς την υπαιτιότητα του εργαζόμενου, επομένως σύμφωνα και με τις παραπάνω διατάξεις ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο αποδοχές για ένα μήνα εφόσον έχει υπηρεσία σε αυτόν μεγαλύτερη από έναν χρόνο, ή μισό μήνα εφόσον η υπηρεσία είναι μικρότερη από ένα χρόνο. Με την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα αυτό ο μισθωτός δεν το έχει χάσει λόγω άλλου ανυπαίτιου κωλύματος π.χ. ασθένεια, ατύχημα κτλ.
Από τις αποδοχές που οφείλει ο εργοδότης, δικαιούται να εκπέσει ό,τι έλαβε ο στρατευόμενος ως επίδομα από τον Ασφαλιστικό του Οργανισμό.
Δώρα Εορτών
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει Δώρο Εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) στους στρατευόμενους, μόνο για το χρονικό διάστημα που προσέφεραν υπηρεσία κατά τα χρονικά διαστήματα που υπολογίζονται τα Δώρα.
Αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας
Η υπηρεσία των μισθωτών στο στρατό υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής εργασίας για την άσκηση των δικαιωμάτων τους (π.χ. για αύξηση μισθού, προαγωγές, χορήγηση πολυετίας κτλ.) στον εργοδότη στον οποίο εργάζονταν πριν από την στράτευση τους (άρθρα 8 του Ν. 2054/1952 και 34 παρ. 7 του Ν.Δ. 2961/1954). Δεν ισχύει το παραπάνω σε μεταγενέστερους εργοδότες.
Άδεια κατά τη Στράτευση
Οι στρατευόμενοι μισθωτοί δεν δικαιούνται άδεια κατά το διάστημα της στράτευσής τους. Δικαιούνται όμως να λάβουν άδεια κατά το ημερολογιακό έτος στο οποίο εμπίπτει η στράτευσή τους, εφόσον ζήτησαν άδεια και γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη τη μέλλουσα στράτευσή τους και υπάρχει βέβαια χρόνος για λήψη της άδειά τους.
Επίσης δικαιούνται άδεια και κατά το ημερολογιακό έτος της επανόδου τους από το στρατό, αφού τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απέχει από την εργασία του λόγω στρατεύσεως δε θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως, ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες της αδείας του. Για τον υπολογισμό των ημερών αδείας λαμβάνεται υπόψη, εκτός από το χρόνο που είχαν στον εργοδότη πριν από τη στράτευση και όλος ο χρόνος της στρατεύσεώς τους.
Αν οι στρατευμένοι που είχαν τουλάχιστον 6 μήνες υπηρεσίας στον εργοδότη, δεν έλαβαν την άδεια τους είτε επειδή δεν γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη ότι πρόκειται να στρατευτούν είτε επειδή δεν την ζήτησαν, δεν δικαιούνται αποζημίωση αδείας αφού δεν λύνεται η σύμβαση εργασίας τους. Οι μισθωτοί αυτοί θα λάβουν, μόλις επιστρέψουν από το στρατό, είτε την άδειά τους, αν αναλάβουν εργασία στον ίδιο εργοδότη, είτε αποζημίωση αδείας στην αντίθετη περίπτωση.
Τόσο η άδεια όσο και η αποζημίωση αδείας υπολογίζονται βάση του συνολικού χρόνου της υπηρεσίας του μισθωτού στον εργοδότη και της στράτευσης του.
Οι στρατευόμενοι που δεν είχαν συμπληρώσει 6 τουλάχιστον μήνες υπηρεσίας στον εργοδότη τους, δικαιούται τις αποδοχές και το επίδομα αδείας μέχρι του χρονικού σημείου της στράτευσης, αφού με τη στράτευση η σύμβαση εργασίας του λύεται.