Ο κανονισμός εργασίας περιέχει τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν το εσωτερικό δίκαιο της επιχείρησης κατά το στάδιο της παροχής της εργασίας και αποτελεί αυτοτελή πηγή του εργατικού δικαίου (όπως π.χ. η ΣΣΕ ή η ΔΑ)
Οι κανονισμοί εργασίας έχουν σκοπό να εξασφαλίζουν όρους δίκαιους, ενιαία κατεύθυνση και ομοιομορφία και επομένως ίση μεταχείριση για τους εργαζόμενους. Για το λόγο αυτό περιέχουν όρους που ρυθμίζουν την πειθαρχία, την τάξη, τη συμπεριφορά, τη συνεργασία των μισθωτών, καθώς και την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης.
Μέσα στα παραπάνω πλαίσια, ο κανονισμός εργασίας δύναται να ρυθμίζει, αφενός την οργάνωση της λειτουργίας της επιχείρησης και των θέσεων εργασίας σ’ αυτήν, αφετέρου τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μισθωτών της έναντι του εργοδότη, των προϊσταμένων, των υφισταμένων και των ομοιοβάθμων τους αναφορικά με τα εξής θέματα, μεταξύ άλλων: υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των μισθωτών (τοποθέτηση, μετάταξη, προαγωγή, μετάθεση κ.λ.π.), χρονικά όρια εργασίας (έναρξη, διακοπή, λήξη του ωραρίου κ.λ.π.), έλεγχος της παρουσίας των μισθωτών, χρήση στολής κατά την εκτέλεση της εργασίας, απαγόρευση του καπνίσματος, πολιτικές για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και παρενόχλησης στην εργασία, καθώς και τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών κ.λ.π.
Εκτός από τα ανωτέρω θέματα, στο περιεχόμενο των κανονισμών ανήκει και η επιβολή πειθαρχικών ποινών, σε συνδυασμό πάντοτε με την καταγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων, καθώς η επιβολή πειθαρχικής ποινής προϋποθέτει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα προβλέπεται στον κανονισμό εργασίας (παρ.3, αρθ.1, Ν.Δ. 3789/1957).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 4808/2021, η πρόβλεψη πειθαρχικών ποινών σε περιπτώσεις περιστατικών βίας και παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, αποτελεί υποχρεωτικό περιεχόμενο του κανονισμού εργασίας.
Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις οι κανονισμοί εργασίας μπορεί να ορίζουν περιοριστικά τις παρακάτω πειθαρχικές ποινές για τους μισθωτούς και όχι ποινές βαρύτερες από αυτές:
- Προφορική ή έγγραφη παρατήρηση.
- Επίπληξη.
- Πρόστιμο μέχρι 25% στο ημερομίσθιο ή στο 1/25 του μισθού του εργαζόμενου.
- Υποχρεωτική αποχή από την εργασία (αργία) επί δέκα (10) το ανώτερο ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και εφόσον ο μισθωτός καθ’ υποτροπή υποπέσει σε σοβαρή αντιπειθαρχική παράβαση.
Οι κανονισμοί εργασίας που εγκρίνονται με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957 δεν μπορεί να περιέχουν την πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης του μισθωτού.