Στο 4,3% εκτιμά πως θα κινηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το ΚΕΠΕ, σε ειδική ανάλυσή του, σημειώνοντας παράλληλα και τους κινδύνους που επικρατούν.
Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία εμφανίζει εντυπωσιακές αντοχές στις διαδοχικές κρίσεις (οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση και πρόσφατα ενεργειακή κρίση), σημειώνει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), έπειτα από τα στοιχεία που της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου που έδειξαν ρυθμός ανάπτυξης 7%.
Η ανάπτυξη
Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του έτους θα κυμανθεί στο 4,3%. Συγκεκριμένα, οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2021, εκτιμώνται στο 5,5% και 3,2%, αντίστοιχα. Οι προβλέψεις σε τριμηνιαία βάση εμφανίζουν θετικό πρόσημο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (3,9% στο δεύτερο τρίμηνο, 2,9% στο τρίτο τρίμηνο και 3,6% στο τέταρτο τρίμηνο).
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τρεις είναι οι εκτιμώμενοι βραχυχρόνιοι και μακροχρόνιοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία.
1ος κίνδυνος: ο πληθωρισμός
Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν υψηλό πληθωρισμό καθώς, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή. Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο θα αυξάνεται ο πληθωρισμός. Και όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός, τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, σημειώνει το ΚΕΠΕ.
Ο πληθωρισμός, δεν έχει την ίδια επίδραση σε όλα τα νοικοκυριά, ούτε είναι ίδιος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική ή καταναλωτική κατανομή κατά κανόνα αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό από τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα υψηλότερα δεκατημόρια.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα φτωχά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν συστηματικά επιβαρύνσεις πληθωρισμού, οι οποίες είναι μεγαλύτερες στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης αλλά και στα χρόνια της πανδημίας.
Επομένως, η αύξηση των τιμών θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των πληθωριστικών διαφορών μεταξύ των διαφορετικών ομάδων νοικοκυριών, κάτι που όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χάραξη των μέτρων στήριξης.
2ος κίνδυνος: η άνοδος των επιτοκίων
Η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού από τις αρχές του έτους και η έναρξη ενός νέου κύκλου σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχουν ήδη οδηγήσει σε νέα μεγάλη διεύρυνση των επιτοκίων και των περιθωρίων απόδοσης των κυβερνητικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης (π.χ. Ιταλία και Ελλάδα), εξέλιξη που καθιστά δυσχερή την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους των χωρών αυτών. Η ΕΚΤ αναμένεται να ανακοινώσει τον Ιούλιο νέο μηχανισμό για την αποφυγή μιας νέας κρίσης χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Θα μπορέσει όμως ο μηχανισμός αυτός να αναστρέψει τις ήδη δυσμενείς εξελίξεις; Το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον και η πιθανή προκήρυξη διπλών εκλογών το φθινόπωρο μπορεί να συμβάλουν σε περαιτέρω ενίσχυση της αβεβαιότητας και αύξηση του κόστους δανεισμού, σημειώνει το ΚΕΠΕ.
3ος κίνδυνος: η γεωπολιτική αστάθεια
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, και το γενικότερο κλίμα γεωπολιτικών εντάσεων που έχει πυροδοτήσει, έχουν οδηγήσει σε αναθεώρηση των αρχικών εκτιμήσεων για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, επαναφέροντας την αβεβαιότητα, εκτινάσσοντας το ενεργειακό κόστος, εντείνοντας τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και διαταράσσοντας τη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων σε κρίσιμους τομείς. Οι επιπτώσεις των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί λόγω του πολέμου έχουν γίνει ιδιαίτερα αισθητές στα πεδία των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού, επιβαρύνοντας σημαντικά τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και το κόστος παραγωγής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ΚΕΠΕ τονίζει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, και ειδικά σε αγορές δικτύων, η συνέχιση της μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), αλλά και στην εργασία και παραγωγή (μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών) και η προώθηση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης (επιτάχυνση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης) είναι αναγκαίες, για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας. Αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και μείωση των τιμών των αγαθών, σημειώνει ο οργανισμός.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος