Τον ρόλο «μαξιλαριού» θα παίξει η επιπρόσθετη παραγωγή πλούτου που πέτυχε η ελληνική οικονομία μέσα στο 2022, καθώς παρά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών τελευταία και την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων στο μέτωπο της ενεργειακής κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν αποφασισμένες να προκαλέσουν ύφεση για να ρίξουν τον πληθωρισμό.
Οι νέες προβλέψεις των αναλυτών μεταθέτουν χρονικά τον κίνδυνο ύφεσης, ενώ δεν λείπουν και οι «Κασσάνδρες» τύπου Ρουμπίνι, που βλέπουν μια τέλεια καταιγίδα και ανώμαλη προσγείωση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του 5,9% που πέτυχε το ελληνικό ΑΕΠ το 2022, με βάση τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, ξεπέρασε τις προσδοκίες αν και δεν είναι πολύ μεγαλύτερος από το 5,6% που προβλέπει ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2023.
Η περαιτέρω αυτή ώθηση διαμορφώνει μία νέα δυναμική που σε συνδυασμό με τα πολύ ενθαρρυντικά πρώτα στοιχεία για τον τουρισμό και τις εισροές επενδυτικών κεφαλαίων, θωρακίζουν την ελληνική οικονομία ενόψει της ύφεσης που κάποια στιγμή θα χτυπήσει την πόρτα της Ευρώπης, φέτος ή του χρόνου.
Αν ο τουρισμός καταφέρει και ξεπεράσει τα επίπεδα του 2022 και επιτευχθεί ο στόχος για νέο ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων, τότε η ελληνική οικονομία μπορεί να αποτελέσει τη μεγαλύτερη έκπληξη στην Ευρώπη το 2023, τρέχοντας με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο από το 1,8% που γράφει ο προϋπολογισμός. Αρκεί να θυμηθούμε ότι πέρσι το καλοκαίρι οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για ανάπτυξη το πολύ 4% το 2022.
Το 2022 οι άμεσες ξένες επενδύσεις διαμορφώθηκαν στα 7,2 δισ. ευρώ που είναι ρεκόρ τουλάχιστον 20ετίας, ενώ στην τριετία 2020-2022 καταγράφηκαν όσες άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν καταγραφεί την περίοδο 2014-2019.
Στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι υπό τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης, τα επενδυτικά κεφάλαια που θα ενεργοποιηθούν μέσα στην επόμενη τριετία επαρκούν για να καλυφθεί πλήρως το τεράστιο επενδυτικό κενό άνω των 100 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης της περασμένης δεκαετίας.
Αυτές είναι οι άμυνες της ελληνικής οικονομίας στη γενικότερη επιβράδυνση που καταγράφεται παγκοσμίως. Διότι θα πρέπει πλέον να το αποδεχτούμε. Τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ, δεν έχουν καταφέρει να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό και η ακρίβεια συνεχίζει να ροκανίζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα που δεν γίνεται πλήρως αισθητή η εντυπωσιακή ανάπτυξη του 5,9%.
Οι μέχρι σήμερα κινήσεις των κεντρικών τραπεζών αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Η οικονομία εμφανίζει αξιοσημείωτες αντοχές, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται κυρίως στα στοιχεία για την απασχόληση, επομένως έχει αποφευχθεί η ανώμαλη προσγείωση, όμως ο πληθωρισμός συνεχίζει να καλπάζει.
Τι θα αποφασίσουν λοιπόν Πάουελ και Λαγκάρντ; Να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια και να τα διατηρήσουν στα ύψη για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να διασφαλίσουν ότι ο δομικός πληθωρισμός (και όχι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή) θα υποχωρεί σταθερά προς το 2%.
Κατά συνέπεια, μπορεί ΗΠΑ και Ευρώπη να έχουν γλιτώσει μέχρι στιγμής την ύφεση, αλλά οι πιέσεις από τις αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση τους επόμενους μήνες. Εξάλλου, αναλυτές εκτιμούν εδώ και καιρό ότι ο αντίκτυπος των επιτοκιακών αυξήσεων δεν έχει ακόμη γίνει αισθητός.
Η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία γίνεται μέσω τεσσάρων καναλιών: των συναλλαγματικών ισοτιμιών, της εμπιστοσύνης, των τιμών και των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις.
Σύμφωνα με την Capital Economics, ο αντίκτυπος στη συναλλαγματική ισοτιμία και στην εμπιστοσύνη δεν είναι μέχρι στιγμής ουσιώδης, ούτε πρόκειται να παίξει σημαντικό ρόλο φέτος και οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα βρεθούν σε ύφεση κάποια στιγμή το 2023. Στο σύνολό της η Ευρωζώνη κατά πάσα πιθανότητα θα αποφύγει την ύφεση και η ελληνική οικονομία θα είναι στις χώρες που θα έχουν θετική συνεισφορά.
Πηγή: Liberal