Της Βάσως Αγγελέτου
Αυστηρότερη εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών -ειδικά όσων παρουσιάζουν υψηλά υπόλοιπα κόκκινων δανείων- και αυστηρότερες απαιτήσεις στον σχηματισμό προβλέψεων ζητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως αναφέρει η έκθεση του ΕΕΣ που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας, με θέμα την αξιολόγηση της εποπτείας των τραπεζών της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ δεν αξιοποίησε “με τον καλύτερο τρόπο τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της”, ούτε απαίτησε από τις τράπεζες επαρκή και έγκαιρη κάλυψη των απαιτούμενων εποπτικών κεφαλαίων.
Σημειώνεται ότι στο επίκεντρο της αξιολόγησης του ΕΕΣ βρέθηκε η διαχείριση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων (legacy NPEs) και, συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα των μεθόδων που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για την ελαχιστοποίηση του πιστωτικού κινδύνου στο πλαίσιο της απομείωσης των NPEs.
“Βάσει του δείγματος τραπεζών, διαπιστώσαμε ότι, στην πράξη, η ΕΚΤ δεν έλαβε εποπτικά μέτρα που να επιβάλλουν στις τράπεζες να καταχωρίζουν πρόσθετες προβλέψεις, ούτε επέβαλε μειώσεις του κεφαλαίου CET 1”, αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση. Προσθέτει δε ότι “θα πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες ώστε αυτή [σ.σ η ΕΚΤ] να είναι σε θέση να αποκομίζει μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται και καλύπτουν ορθώς τον πιστωτικό κίνδυνο”.
Με αυτόν τον τρόπο, το ΕΕΣ ανοίγει τον δρόμο για απαίτηση σχηματισμού υψηλότερων προβλέψεων από τις τράπεζες της Ευρωζώνης και, ιδιαίτερα, σε όσες παρουσιάζουν υψηλό υπόλοιπων παλαιών NPΕs – όπως οι ελληνικές. Ανώτατες εποπτικές πηγές, πάντως, διαβεβαιώνουν το Capital.gr ότι “δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα” για τον εγχώριο κλάδο.
Στο μικροσκόπιο οι ελληνικές τράπεζες
Σημειώνεται ότι, για τους σκοπούς της αξιολόγησης, το ΕΕΣ επέλεξε τα 10 πιστωτικά ιδρύματα με τον υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο, όχι με γεωγραφικά κριτήρια αλλά με βάση τη σχετική κατάταξη της ΕΒΑ, καθώς και τον δείκτη παλιών (legacy) NPEs. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι, αν και το ΕΕΣ δεν κατονομάζει τα ιδρύματα που περιλήφθηκαν στο δείγμα, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται “πρώτες στη λίστα” και των δύο αυτών κριτηρίων.
Ο λόγος είναι ότι παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη NPE στην Ευρωζώνη (8,7%), έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,8%), σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε εχθές, Πέμπτη, η Τράπεζα της Ελλάδος.
Επιπλέον, με βάση την κατάταξη της ΕΒΑ για τα ευρωπαϊκά κράτη με το υψηλότερο ποσοστό αθέτησης τραπεζών (default rate), στην πρώτη θέση φιγουράρει με διαφορά η Ελλάδα, με ποσοστό 3,17%. Ενδεικτικά, η Ισπανία παρουσιάζει ποσοστό 1,24% και η Ιταλία 0,84% στην ίδια κατηγορία.
Σε ποια σημεία εστιάζει η κριτική στην ΕΚΤ
Η “κριτική” που ασκεί το ΕΕΣ στην ΕΚΤ έγκειται στο ότι η κεντρική τράπεζα δεν εξάντλησε τις ειδικές εποπτικές εξουσίες της ώστε να απαιτήσει υψηλότερη κάλυψη κεφαλαίων ή επαναπροσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων με βάση υψηλότερες απαιτήσεις στις περιπτώσεις ιδρυμάτων με υψηλό δείκτη NPE. Ένα άλλο σημείο κριτικής είναι ότι η ΕΚΤ παρείχε υπερβολικά πολύ χρόνο στις τράπεζες -ιδιαίτερα όσες είχαν υψηλό δείκτη NPE- προκειμένου να επιλέξουν στρατηγική μείωσης των επισφαλειών.
Αποτέλεσμα της προσέγγισης που επέλεξε η ΕΚΤ, αναφέρει η έκθεση, ήταν η άνιση μεταχείριση των τραπεζών, καθώς ο χρόνος που δόθηκε στις τράπεζες με υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν περισσότερος από ό,τι στις υπόλοιπες, ενώ οι τράπεζες είχαν το περιθώριο να επιλέξουν την πλέον συμφέρουσα για αυτές προσέγγιση κάλυψης.
Η περίπτωση αυτή ισχύει απολύτως για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες ξεκίνησαν να μειώνουν δραστικά τα κόκκινα δάνεια μετά την εφαρμογή του “Ηρακλή” το φθινόπωρο του 2019, φτάνοντας σε μονοψήφιο δείκτη NPE μόλις τρία χρόνια αργότερα – στα τέλη του 2022. “Διαπιστώσαμε ότι η όλη διαδικασία αποδείχθηκε μη αποτελεσματική ως έναν βαθμό, καθώς για τη διαχείρισή της χρειάστηκαν αρκετοί πόροι τόσο από μέρους των τραπεζών όσο και από μέρους της ΕΚΤ”, αναφέρει το ΕΕΣ.
Κρούει δε το “καμπανάκι” του κινδύνου, εκτιμώντας ότι το ενδεχόμενο να προκύψουν νέα κόκκινα δάνεια παραμένει ανοικτό, καθώς ολοκληρώνεται η υλοποίηση των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 και αναδύονται οικονομικές προκλήσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον υψηλό πληθωρισμό. Πράγματι, πρόσφατα η ΕΚΤ επεσήμανε ότι ο πιστωτικός κίνδυνος σημειώνει άνοδο και ότι η πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών υποδηλώνει επιδείνωση των προοπτικών τους.
Τι συστήνει το ΕΕΣ στην ΕΚΤ
– Ενίσχυση των αξιολογήσεων κινδύνου των τραπεζών: Η ΕΚΤ οφείλει να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης.
– Εξορθολογισμός της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης: Η ΕΚΤ οφείλει να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του κύκλου εποπτείας συντομεύοντας τα στάδια του διαλόγου και της έγκρισης και να μεριμνήσει για την έκδοση οριστικών αποφάσεων εντός 10μήνου από την ημερομηνία αναφοράς.
– Εφαρμογή εποπτικών μέτρων που εξασφαλίζουν καλύτερα την άρτια κάλυψη και διαχείριση των κινδύνων από τις τράπεζες: Η ΕΚΤ οφείλει να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της εποπτικής διαδικασίας με τρεις τρόπους. Πρώτον, τροποποιώντας τη μεθοδολογία της για τον υπολογισμό των απαιτήσεων του πυλώνα 2, προκειμένου να παρέχει διασφάλιση για την επαρκή κάλυψη όλων των σχετικών κινδύνων.
Δεύτερον, αξιοποιώντας, εφόσον χρειάζεται, το πλήρες φάσμα των εποπτικών εξουσιών της, όταν μια τράπεζα δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις επίμονες αδυναμίες του ελέγχου των κινδύνων (περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τον σχηματισμό προβλέψεων).
Τρίτον, δημοσιεύοντας τη μεθοδολογία που εφαρμόζει για τον καθορισμό των απαιτήσεων του πυλώνα 2.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα δημοσιογράφου, ο Mihails Kozlovs, Μέλος του ΕΕΣ, που παραχώρησε τη συνέντευξη Τύπου, διευκρίνισε ότι η ΕΚΤ αποδέχθηκε όλες τις συστάσεις του Συμβουλίου “εκτός από μία” και ότι η Φρανκφούρτη δρομολογεί ήδη βελτιώσεις στο πλαίσιο των επισημάνσεων του ΕΕΣ.
Διαπίστωσε δε ο κ. Kozlovs ότι η χρονική στιγμή κατά την οποία δημοσιεύεται η έκθεση είναι άκρως κρίσιμη “για τον επαρκή σχηματισμό προβλέψεων”, δεδομένης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που επικεντρώνεται κυρίως στις ΗΠΑ. “Καλούμε την ΕΚΤ να χρησιμοποιεί πιο αποδοτικά τα εργαλεία που διαθέτει”, υπογράμμισε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να εξαντλήσει την αυστηρότητά της και σε ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης.
Πηγή: Capital