Του Γιώργου Λαμπίρη
Σε υψηλά επίπεδα παραμένουν και θα παραμείνουν για τα επόμενα χρόνια τα τρόφιμα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη βιομηχανία τροφίμων με το οποίο επικοινώνησε το Capital.gr εκφράζει την πεποίθηση ότι οι τιμές των τροφίμων θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και ίσως για αρκετά χρόνια ακόμη, εφόσον -όπως λέει- η ενέργεια ανταγωνίζεται τον πρωτογενή τομέα και απορροφά γεωργικούς πόρους από την κτηνοτροφία για την παραγωγή βιοαερίου ή άλλων εναλλακτικών πηγών.
Το ίδιο πρόσωπο επισημαίνει ότι με αυτόν τον τρόπο χάνει διαθέσιμους γεωργικούς πόρους η κτηνοτροφία αλλά και ευρύτερα ο πρωτογενής τομέας, με αποτέλεσμα και τα τελικά προϊόντα να γίνονται ακριβότερα λόγω της έλλειψης που δημιουργείται στην αγορά εξαιτίας της εκμετάλλευσης πόρων από τη βιομηχανία ενέργειας. “Η ανάγκη για ενέργεια και συγκεκριμένα για εναλλακτική ενέργεια οδηγεί στο να χάνει πόρους η κτηνοτροφία. Χάνοντας πόρους η κτηνοτροφία θα ανεβαίνει το κόστος λειτουργίας των κτηνοτροφικών μονάδων αλλά και το κόστος των αγροτικών προϊόντων”, επισημαίνει σχετικά.
Καθοριστικός παράγοντας που επίσης επηρεάζει και διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των τροφίμων είναι η κλιματική αλλαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πρόσφατα γεγονότα και οι καταστροφές που άφησε πίσω της η κακοκαιρία Ντάνιελ στη Θεσσαλία. Κι αυτό γιατί αφενός σαρώνει μία περιοχή στην Καρδίτσα ή τα Τρίκαλα αφαιρώντας πόρους, αλλά πέρα από τις καλλιέργειες και το ζωικό κεφάλαιο που χάθηκαν, συρρικνώνονται οι διαθέσιμες γεωργικές εκτάσεις γιατί το πέρασμα της κακοκαιρίες αποσάθρωσε τα εδάφη και πλέον έχουν καταστεί μη καλλιεργήσιμα.
Η κλιματική αλλαγή
“Εάν η κλιματική αλλαγή συνεχιστεί με την ίδια ένταση –κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανό ότι θα συμβεί– το τρόφιμο θα γίνεται όλο και ακριβότερο”, λέει η ίδια πηγή. Έτσι παρά το γεγονός ότι θα υπάρχει πληθωρισμός τροφίμων, η τιμή των προϊόντων θα συναρτάται από την άλλη κατά ένα μεγάλο ποσοστό από άλλες συνθήκες και όχι μόνο από τα πρόσφατα γεωπολιτικά γεγονότα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η επαναλειτουργία των λιμανιών στην περιοχή και η αποκατάσταση των συνθηκών ελεύθερης διακίνησης στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία διόρθωση των τιμών στα σιτηρά. Η υπόθεση, όμως, Ουκρανίας-Ρωσίας έχει φέρει σημαντικές ανατροπές στο ευρύτερο γεωπολιτικό και οικονομικό πεδίο, επηρεάζοντας σημαντικά την Ευρώπη και πρόκειται για μία συνθήκη η οποία φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια.
Συνεχίζονται οι έντονες ανατιμήσεις στα τρόφιμα
Θυμίζουμε ότι τον Σεπτέμβριο ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ υποχώρησε στο 1,6% από 2,7% τον προηγούμενο μήνα, με συνέχεια ωστόσο των σημαντικών ανατιμήσεων στα τρόφιμα. Η άνοδος στις τιμές των τροφίμων εκτιμάται σε ετήσια βάση στο 9,4%, με συγκεκριμένες κατηγορίες να βλέπουν πολύ υψηλότερες αυξήσεις. Ενδεικτικά, η άνοδος στις τιμές των ελαίων ανέρχεται στο 16,1%, στα φρούτα στο 13,9%, στα λαχανικά στο 17,7% και στην κατηγορία νερό-αναψυκτικά-χυμοί στο 13,9% ενώ άνοδο 11,8% εμφανίζουν οι τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων.
Δυσαρέσκεια για τις διαρκείς ανατιμήσεις
Την ίδια στιγμή, τη δυσαρέσκειά τους για τις ισχυρές πιέσεις που δέχεται το εισόδημα τους από τις συνεχείς ανατιμήσεις των βασικών καταναλωτικών αγαθών καταγράφει πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Interview για λογαριασμό της Politic.
Σε ερώτηση αναφορικά με τις καταναλωτικές και κυρίως διατροφικές συνήθειες, οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι έχουν περιορίσει θεαματικά τις αγορές τους στο κασέρι/γραβιέρα (το 77% των συμμετεχόντων), το μοσχάρι (75%), τη φέτα (73%), το ελαιόλαδο (69%) και το ψάρι κατά 67%. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως σε σημαντικό βαθμό μειώθηκε και η κατανάλωση σε προϊόντα που έχουν συνδεθεί με τη διασκέδαση, όπως τα γλυκά (82%) και τα αλκοολούχα ποτά (76%).
Σε ό,τι αφορά το γάλα, εκτιμάται από ανθρώπους της αγοράς με γνώση του θέματος ότι τα στατιστικά στοιχεία που θα παρουσιάσει τις επόμενες μέρες ο ΕΛΓΟ Δήμητρα, θα δείξουν περαιτέρω αύξηση των τιμών πώλησης σε επίπεδο παραγωγού. Κύριος λόγος γι’ αυτό το γεγονός θεωρείται ότι κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους φθίνει η παραγωγή γάλακτος. Ειδικότερα, το γίδινο γάλα είναι διαθέσιμο σε περιορισμένες ποσότητες όπως συμβαίνει και με το πρόβειο, ενώ το αγελαδινό είναι σημαντικά μειωμένο. Αυτό πρακτικά μπορεί να έχει δύο αναγνώσεις: ότι είτε κάποιες γαλακτοβιομηχανίες επιλέγουν να εισάγουν γάλα για να αγοράσουν φθηνότερα, είτε θα επιλέξουν το ελληνικό αυξάνοντας την τιμή και ιδίως στη χώρα μας όπου η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος είναι ελλειμματική. Στη συνέχεια, εφόσον δεν υπάρξουν νέα απρόβλεπτα γεγονότα, από τον Φεβρουάριο και ύστερα η τιμή του αγελαδινού θα μειωθεί καθότι θα αρχίσει να αυξάνεται η παραγωγή, κάτι που θα διαρκέσει έως και τις αρχές Ιουνίου.
Να σημειωθεί πάντως ότι τον Αύγουστο η τιμή στο αγελαδινό γάλα ήταν μεταξύ 0,50 και 0,55 ευρώ το λίτρο σε τιμή αγοράς από τον πρωτογενή τομέα, τιμή που διαμορφώνεται ανάλογα με την περιοχή προέλευσής του. Η τιμή για το λίτρο γάλακτος στο ράφι ανέρχεται αυτή τη στιγμή σε επίπεδα άνω του 1,80 ευρώ.
Πηγή:Capital.gr