Σε ιδιώτη η ανάθεση των ελέγχων για τις ενδοομιλικές συναλλαγές
Τέσσερα χρόνια χωρίς ουσιαστική παρακολούθηση, μία αιτία ακρίβειας και φοροαποφυγής
Στους ιδιώτες στρέφεται τώρα το υπουργείο Ανάπτυξης για τον έλεγχο των ενδοομιλικών συναλλαγών, που αποτελούν παράγοντα συντήρησης της ακρίβειας και φοροαποφυγής.
Τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου 3728/2008 και τρία χρόνια μετά την ψήφιση του δεύτερου νόμου, του 3775/2009 με τον οποίο καθορίζονταν οι αρμοδιότητες του υπουργείου Οικονομικών επί του θέματος, τα αποτελέσματα που έχουν να παρουσιάσουν οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες είναι οικτρά. Μέχρι στιγμής έχει επιβληθεί μόλις ένα πρόστιμο, αν και σύμφωνα με πληροφορίες, οι μέχρι στιγμής έλεγχοι δείχνουν ότι έπεται συνέχεια το προσεχές διάστημα.
Το υπουργείο Ανάπτυξης, λοιπόν, διενεργεί διαγωνισμό για την απευθείας ανάθεση σε ιδιώτη, εταιρεία ή φυσικό πρόσωπο, του έργου της παροχής τεχνικής βοήθειας προς την Υπηρεσία Εποπτείας της Αγοράς (ΥΠΕΑ) για τον έλεγχο των ενδοομιλικών συναλλαγών. Επιπλέον, ο ανάδοχος θα προβεί και σε παρατηρήσεις που μπορεί να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της υφιστάμενης νομοθεσίας. Το έργο περιλαμβάνει επίσης την καταγραφή του επιπέδου δεικτών ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, βάσει των τιμών εισροών και της τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, καθώς και διατύπωση βασικών προτάσεων για την παραγωγή στρατηγικής με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στο εμπόριο. Η προϋπολογισθείσα δαπάνη, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ανέρχεται σε 21.771 ευρώ. Το έργο έχει περιληφθεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Οι προσφορές θα πρέπει να υποβληθούν μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου 2012, ενώ ο διαγωνισμός θα διενεργηθεί στις 4 Σεπτεμβρίου 2012. Ο διαγωνισμός είχε πραγματοποιηθεί ξανά, αλλά είχε κηρυχθεί άγονος, με συνέπεια στη συνέχεια να τροποποιηθούν κάποιοι από τους όρους του.
Η τεκμηρίωση της τιμολογιακής πολιτικής των συνδεδεμένων επιχειρήσεων κρίνεται κάτι παραπάνω από απαραίτητη, δεδομένου ότι σχεδόν το 60% των εμπορικών συναλλαγών στα ανεπτυγμένα κράτη πραγματοποιείται μεταξύ εταιρειών του ιδίου ομίλου. Ο τρόπος με τον οποίο ένας όμιλος εταιρειών εφαρμόζει την τιμολογιακή του πολιτική καθορίζει και την κατανομή του κόστους, αλλά και του κέρδους στις διάφορες εταιρείες του ομίλου ανά τον κόσμο. Εάν, λοιπόν, χρησιμοποιεί αθέμιτες πρακτικές στη διαμόρφωση της τιμολογιακής του πολιτικής μπορεί να αυξήσει με τεχνητό τρόπο σε ένα κράτος το κόστος των πωλούμενων προϊόντων. Ετσι, αφενός εμφανίζει ως αναγκαία την αύξηση των τιμών πώλησης προς τον τελικό καταναλωτή, πυροδοτώντας την ακρίβεια, αφετέρου έχοντας εμφανίσει μειωμένο μεικτό κέρδος -μέσω της τεχνητής διόγκωσης του κόστους των πωλούμενων προϊόντων και υπηρεσιών- φοροαποφεύγει.
Αλλο «κόλπο» που χρησιμοποιούν οι εταιρείες είναι να δανείζει η μητρική μια θυγατρική της με δυσανάλογα μεγάλα ποσά, μεγαλύτερα της δανειοληπτικής της ικανότητας ή μεγαλύτερα των αναγκών της. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η συγκεκριμένη εταιρεία να εμφανίζει επί σειρά ετών ζημιογόνες χρήσεις στην Ελλάδα, ενώ επιλέγεται ως δανείστρια συνδεδεμένη επιχείρηση που φορολογείται σε κράτος με χαμηλό συντελεστή φορολόγησης. Συχνά, επίσης, οι μητρικές δανείζουν με πολύ υψηλά επιτόκια τις θυγατρικές τους στην Ελλάδα.
Μια συχνή μέθοδος για την τεχνητή διόγκωση του κόστους που οδηγεί στην υπερτιμολόγηση των προϊόντων είναι η επιβολή από τις μητρικές στις θυγατρικές πολύ υψηλών δικαιωμάτων χρήσης των σημάτων (royalties).
Το ζήτημα της χρήσης αθέμιτων πρακτικών στις ενδοομιλικές συναλλαγές έχει απασχολήσει και την τρόικα, η οποία το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται εξαιρετικά ανήσυχη για τη διατήρηση των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών σε υψηλά επίπεδα, παρά τη μείωση του εργατικού κόστους, καθώς και την υποχώρηση της ζήτησης. Τα προβλήματα, εξάλλου, ελέγχου των ενδοομιλικών συναλλαγών έχουν αποτελέσει το προηγούμενο διάστημα αντικείμενο συναντήσεων εργασίας μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων των υπουργείων Ανάπτυξης και Οικονομικών, της Task Force και ελεγκτών ενδοομιλικών συναλλαγών από τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Πολωνία.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ